«Η γαρ Αττική, θεών αυτής τέμενος, καταλαβόντων και των προγόνων ημών εστί κτήμα.»
Στράβων
«…..και των προγόνων ημών εστί κτήμα….», πόσο ειρωνικά φαντάζουν στις ημέρες μας αυτά τα λόγια. Πιο ρεαλιστικό θα ήταν να έλεγε «καταλαβόντων και των εργολάβων εστί κτήμα».
Δύο, σχεδόν, αιώνες πριν,
οι προγονοί μας, φτωχοί Αρβανίτες καταδιωγμένοι και αγράμματοι ραγιάδες, ξεσηκώθηκαν κι έδιωξαν μακριά απ’ τον τόπο μας τον Τούρκο κατακτητή, ακριβώς γιατί πίστευαν βαθύτατα ότι, παρά τους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς, η ευλογημένη αυτή γη της Αττικής, το αρχαίο τέμενος των θεών, είναι των προγόνων μας κτήμα και δική μας κληρονομιά. Κι ας μην ξέρανε τον Στράβωνα, ούτε και τον λογιώτατο Βυζαντινό μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη. Κι ας πάνε να λένε τώρα κάποιοι… Ακόμα κι η Ιστορία που γνώριζαν ήταν μόνο προφορική, όπως έφτασε σε αυτούς από στόμα σε στόμα. Κι όμως, κάτι βαθειά μέσα τους δεν τους άφηνε να ησυχάσουν όσο την πατρίδα μας την πατούσε το άτι του βάρβαρου κατακτητή. Αφού έσμιξαν τα δάχτυλα των ροζιασμένων από τον κάματο χεριών τους και σταυροκοπήθηκαν μπροστά σε παλαιές, μισοσβησμένες βυζαντινές εικόνες, φυλαγμένες ευλαβικά σε χαμηλές σκοτεινές εκκλησιές με μικρές πόρτες, χτισμένες έτσι για να μην μπαίνουν οι άπιστοι καβάλα στ’ άλογα, ξαναθυμήθηκαν θα ‘λεγες την παλαιά τους τέχνη, άφησαν την τσάπα και το αλέτρι και άρπαξαν μεμιάς ξανά τα καριοφίλια! Κι οι χθεσινοί ραγιάδες μεταμορφώθηκαν σε ατρόμητους αγωνιστές, έτοιμους για πόλεμο και για θάνατο! Μίλησε μέσα τους το αίμα και μέσα από αυτό ακούγονταν οι φωνές των προγόνων! Το εγχείρημα τους δεν είχε καμιά λογική, κι αυτό τους έσωσε! Ξεσηκώθηκαν εναντίον του κατακτητή και τον έδιωξαν, πέρα στην Κόκκινη Μηλιά κι ακόμα πάρα πέρα. Κι έλπισαν πως θα ζούσαν πλέον στα χώματα τους ευτυχισμένοι. «Κάνε κάτω στον κάμπο, πέρνα μέσα από τη σκιά των ελιών, τη μυρωδιά των αμπελιών και των περιβολιών και θα δεις τον Θεό μπροστά σου», λέγανε οι παππούδες μας. Ήταν όμως πολύ καλό για να κρατήσει……
Διακόσια χρόνια μετά,
μαζί με τη γλώσσα των παππούδων μας, για την οποία δύο ολόκληρους αιώνες μας έκαναν να ντρεπόμαστε μέχρι που την ξεχάσαμε, ξερίζωσαν και τ’ αμπέλια μας. Μαζί τους ξερίζωσαν και την ψυχή μας. Τώρα ξεριζώνουν τις ελιές μας και μαζί τους τον τρόπο ζωής μας. Αργά και μεθοδικά χάλασαν τη γη μας όσο και την ψυχή μας, κατασκευάζοντας φαραωνικής έμπνευσης ανοικονόμητα έργα. Έργα χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον και την τοπική ιστορία, που όμως απέφεραν πολύ «μαύρο» χρήμα και από τα οποία κάποιοι πλούτισαν. Ήρθαν μαζί με τους εργολάβους, έφτασαν σαν κατακτητές, πάτησαν πάνω στη Μπέσσα μας και δεν σεβάστηκαν καμία από τις παραδόσεις μας. Κι αυτή η ανελέητη καταστροφή που προκάλεσαν, παραμόρφωσε ως και την ειρηνική φύση του τόπου μας, μας στέρησε τη φυσική ευτυχία και βίασε την αθωότητα μας. Κάποτε οι παππούδες μας, αν ήθελαν να καταραστούν κάποιον, έλεγαν «τσιμέντο να σου γίνουν!». Άραγε, ποια βαριά κατάρα έπεσε πάνω στη γη της Αττικής και τη μεταμόρφωσε σε τσιμέντο;
Διακόσια χρόνια μετά,
κοιτάζοντας τη Μεσογαία, αυτό «το αγαθόν διδασκαλείον ανδρί βουλομένω διαλέγεσθαι», κατά τον Φιλόστρατο, «αυτή τη χώρα που παράγει θαυμάσια πράγματα, ξακουστά σε όλη την οικουμένη, με τα στάρια της και το καλύτερο νερό της γης, που αν έπινα από αυτό, αμέσως θα γνώριζα ότι είναι αττικό», κατά τον αρχαίο δειπνοσοφιστή Αθήναιο, σκέφτεσαι με θλίψη, ότι σε λίγα χρόνια το ελαφρύ αυτό νερό, που κελαρύζει στο Μουζάκι, θα είναι ακατάλληλο προς πόση λόγω της μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα. Της μόλυνσης που θα προκαλέσει αυτός ο ασαφής τραγέλαφος που άλλοι τον αποκαλούν ΧΥΤΑ, άλλοι ΧΥΤΥ, αλλά που στην πραγματικότητα θα είναι μία τεράστια χωματερή και τίποτε άλλο.
Διακόσια χρόνια μετά,
όλοι εμείς που δεν ξεχάσαμε ότι αποτελούμε έναν κρίκο στη μακριά αλυσίδα της γενιάς μας, ενδιάμεση φρουρά σε αυτούς που έφυγαν και σε αυτούς που θα ‘ρθουν, απλοί διαχειριστές της γης και της κληρονομιάς μας, αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε αυτούς που έφυγαν και σε αυτούς που θα ‘ρθουν, σαν μας ρωτήσουν «που είναι ο κάμπος μας, που χρύσωνε κι έλαμπε καθώς ριγούσαν τα στάχυα στον άνεμο; Που είναι η κυματιστή πράσινη θάλασσα των αμπελιών μας, πάνω απ’ την οποία χυνόταν πρωινά κι απόβραδα ο ψαλμός της καμπάνας; Που είναι τα χρώματα της άνοιξης;» Τι να απαντήσουμε όταν αντί για αυτά, βλέπουν από κει ψηλά τη γη μας να στέκει αλυσοδεμένη, κρατούμενη κι έρημη και να γίνεται παιχνίδι της δημοπρασίας των κατασκευαστών και των εργολάβων; Όλων αυτών των σύγχρονων μικροαστών και μπουρζουάδων, εκείνων που προτίμησαν τον εαυτό τους κι όλα τα άγια κι ιερά προδώσανε, και που τώρα κορυβαντιούν απάνω στη γη των Πατέρων μας σαν σύγχρονοι δουλέμποροι, επαναλαμβάνοντας μονότονα «πέντε πάνω – πέντε κάτω, θα τα βρούμε…….». Όλων αυτών που εισέβαλλαν στο ιερό της μνήμης μας και το βεβήλωσαν. Κι αυτές τις ώρες της περισυλλογής, εμείς που δεν θελήσαμε να ξεχάσουμε, ευχόμαστε να πέσουν όλες οι νύχτες της Δημιουργίας στο νου μας και να μας σκεπάσουν τη μνήμη! Να σκοτιστούν μέσα στη μνήμη μας τα καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα που κάποτε προλάβαμε να δούμε πάνω από τη θάλασσα των σπαρτών. Να σκοτιστούν οι εικόνες των ελαφρών σύννεφων που τα κυνηγούσαν οι ανοιξιάτικοι άνεμοι στον γαλανό αττικό ουρανό. Όλα αυτά που δεν προλάβαμε να τα κοιτάξουμε κι είναι πια ανάμνηση.
Διακόσια χρόνια μετά,
οι βωμοί μας συντριμμένοι και σβησμένα τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας, αφού οι εργολάβοι βάλθηκαν να μας διδάξουν ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον, εκείνο που πλάθει κι αφανίζει. Οι τάφοι των Πατέρων μας, από τη τζούμπα του Φάνοσι, εκεί που η επέκταση της Αττικής οδού χάλασε για πάντα την αιώνια σιωπή τους, ακούν με φρίκη τη βαρειά μπότα του εργολάβου να πατάει πάνω στα συντρίμμια της ψυχής μας και προσμένουν τη σειρά τους κι εκείνοι, βουβοί μάρτυρες του σκηνικού της καταστροφής και της ερήμωσης. Πως αφήσαμε άραγε, ο κάμπος της Ντάρδεζας που μας χάριζε το θεϊκό ποτό του Διονύσου, ο ιερός τόπος στον οποίον περιπλανήθηκε η Δήμητρα ψάχνοντας απεγνωσμένα την κόρη της Περσεφόνη, όταν την είχε απαγάγει στον άδη ο Πλούτωνας, στο ρέμα της οποίας και με καλάμια από τις όχθες του, ο Πάν έφτιαξε το πρώτο σουραύλι στην ιστορία του κόσμου, πως αφήσαμε αυτή η γη που γέννησε τους υπέροχους θρύλους της αρχαίας Ελλάδας, να έχει απομείνει στη δικαιοδοσία των σκαπτικών μηχανημάτων;…
Διακόσια χρόνια μετά,
πόσο ειρωνικά φαντάζουν τα λόγια του Στράβωνα «…..και των προγόνων ημών εστί κτήμα….» Κι αλήθεια, πόσο τραγικά επίκαιρα, εβδομήντα χρόνια από τον θάνατο του, ηχούν τα λόγια του Παλαμά: «το άτι σου ακόμα μας πατά Μπραΐμη!»
Υ.Γ. Στα αλήθεια, νομίζατε ότι εμείς οι Αρβανίτες δεν θα αναστηλώναμε ποτέ την τσακισμένη μας περηφάνεια; Κι αναρωτιόσαστε ακόμα γιατί αγωνιζόμαστε; Έχετε καταλάβει ότι μας τα πήρατε πλέον όλα; Μας αφήσατε μόνο την ψυχή μας. Αν μπορείτε πάρτε τη κι αυτή!